μπαρούτι
From LSJ
Greek Monolingual
το, και μπαρούτη, η (Μ μπαρούτι και παρούτιν)
πυρίτιδα
νεοελλ.
1. ως επίθ. ολόστεγνος, εντελώς ξηρός («αυτή η παρτίδα καπνού είναι μπαρούτι» — ο καπνός είναι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος υγρασίας)
2. φρ. α) «έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα» — είναι πολύ εξοικειωμένος με τον πόλεμο, γιατί έλαβε μέρος σε πολλές μάχες
β) «μυρίζει μπαρούτι» και «βρομάει μπαρούτι» — επίκειται κίνδυνος
γ) «έγινε μπαρούτι» — άναψε από θυμό, εξοργίσθηκε
δ) «είναι μπαρούτι μοναχό» ή «είναι σκέτο μπαρούτι»
i) (για πρόσωπα) είναι πολύ ευφυής ή είναι πολύ οξύθυμος
ii) (για ποτό) είναι πολύ δυνατό («αυτό το ούζο είναι μπαρούτι σκέτο»)
ε) «στάχτη και μπαρούτι να γίνουν όλα!» — λέγεται σε περιπτώσεις ολοκληρωτικής καταστροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. barut < πυρῖτις].