χημείο: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[εργαστήριο]] χημείας<br /><b>2.</b> (παλ. τ.) πανεπιστημιακό [[ίδρυμα]] όπου διδάσκεται η [[χημεία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Γενικό Χημείο του Κράτους» — [[δημόσια]] [[υπηρεσία]] στα εργαστήρια της οποίας εξετάζονται τα αγορανομικά δείγματα και ελέγχονται προϊόντα του εμπορίου, [[καθώς]] και τα τελωνειακά δείγματα από τα εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα και παρέχονται γνωματεύσεις σχετικά με διάφορα θέματα της χημείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χημεία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>υπουργ</i>-<i>είο</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>χημεῖον</i>, μαρτυρείται από το 1874 στα <i>Βασιλικά Διατάγματα</i>].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[εργαστήριο]] χημείας<br /><b>2.</b> (παλ. τ.) πανεπιστημιακό [[ίδρυμα]] όπου διδάσκεται η [[χημεία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Γενικό Χημείο του Κράτους» — [[δημόσια]] [[υπηρεσία]] στα εργαστήρια της οποίας εξετάζονται τα αγορανομικά δείγματα και ελέγχονται προϊόντα του εμπορίου, [[καθώς]] και τα τελωνειακά δείγματα από τα εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα και παρέχονται γνωματεύσεις σχετικά με διάφορα θέματα της χημείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χημεία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είο</i> ([[πρβλ]]. [[υπουργείο]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>χημεῖον</i>, μαρτυρείται από το 1874 στα <i>Βασιλικά Διατάγματα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. εργαστήριο χημείας
2. (παλ. τ.) πανεπιστημιακό ίδρυμα όπου διδάσκεται η χημεία
3. φρ. «Γενικό Χημείο του Κράτους» — δημόσια υπηρεσία στα εργαστήρια της οποίας εξετάζονται τα αγορανομικά δείγματα και ελέγχονται προϊόντα του εμπορίου, καθώς και τα τελωνειακά δείγματα από τα εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα και παρέχονται γνωματεύσεις σχετικά με διάφορα θέματα της χημείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία + κατάλ. -είο (πρβλ. υπουργείο). Η λ., στον λόγιο τ. χημεῖον, μαρτυρείται από το 1874 στα Βασιλικά Διατάγματα].