χημείο
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
Greek Monolingual
το, Ν
1. εργαστήριο χημείας
2. (παλ. τ.) πανεπιστημιακό ίδρυμα όπου διδάσκεται η χημεία
3. φρ. «Γενικό Χημείο του Κράτους» — δημόσια υπηρεσία στα εργαστήρια της οποίας εξετάζονται τα αγορανομικά δείγματα και ελέγχονται προϊόντα του εμπορίου, καθώς και τα τελωνειακά δείγματα από τα εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα και παρέχονται γνωματεύσεις σχετικά με διάφορα θέματα της χημείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία + κατάλ. -είο (πρβλ. υπουργείο). Η λ., στον λόγιο τ. χημεῖον, μαρτυρείται από το 1874 στα Βασιλικά Διατάγματα].