μαυράδι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[μαυράδι]])<br />μικρό μαύρο [[σημάδι]] ή μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[μαυράδι]] του ματιού» — η [[κόρη]] του ματιού<br /><b>μσν.</b><br />καμένο [[μέρος]] («λοιπὸν [[πηγαίνω]] στὸ βουνὶν ὁπού 'ναι τὸ [[μαυράδι]]», Γαδ. διηγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαῦρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ([[πρβλ]]. <i>κοκκιν</i>-<i>άδι</i>)].
|mltxt=το (Μ [[μαυράδι]])<br />μικρό μαύρο [[σημάδι]] ή μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[μαυράδι]] του ματιού» — η [[κόρη]] του ματιού<br /><b>μσν.</b><br />καμένο [[μέρος]] («λοιπὸν [[πηγαίνω]] στὸ βουνὶν ὁπού 'ναι τὸ [[μαυράδι]]», Γαδ. διηγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαῦρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ([[πρβλ]]. [[κοκκινάδι]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

το (Μ μαυράδι)
μικρό μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα
νεοελλ.
φρ. «το μαυράδι του ματιού» — η κόρη του ματιού
μσν.
καμένο μέρος («λοιπὸν πηγαίνω στὸ βουνὶν ὁπού 'ναι τὸ μαυράδι», Γαδ. διηγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. -άδι (πρβλ. κοκκινάδι)].