ισήλιξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[ίσος]] [[κατά]] την [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνομήλικος]] («δαίμονος μεγάλου... [[ἰσήλικος]] τοῖς ἀειγενέσι θεοῖς», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[ίσος]] [[κατά]] την [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνομήλικος]] («δαίμονος μεγάλου... [[ἰσήλικος]] τοῖς ἀειγενέσι θεοῖς», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]] ([[πρβλ]]. [[ομῆλιξ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:03, 13 May 2023
Greek Monolingual
ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
ίσος κατά την ηλικία με κάποιον άλλο, συνομήλικος («δαίμονος μεγάλου... ἰσήλικος τοῖς ἀειγενέσι θεοῖς», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἧλιξ «συνομήλικος (πρβλ. ομῆλιξ)].