ολβιόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλβιόθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρέχει [[χαρά]] στην [[ψυχή]] («[[ὀλβιόθυμος]] ζωή», <b>Ορφ.</b> Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] (<b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>θυμος</i>)].
|mltxt=[[ὀλβιόθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρέχει [[χαρά]] στην [[ψυχή]] («[[ὀλβιόθυμος]] ζωή», <b>Ορφ.</b> Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλόθυμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:48, 16 May 2023

Greek Monolingual

ὀλβιόθυμος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει χαρά στην ψυχήὀλβιόθυμος ζωή», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος + θυμός (πρβλ. μεγαλόθυμος)].