λαξευτικός: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "<b class='b2'>([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laxeftikos | |Transliteration C=laxeftikos | ||
|Beta Code=laceutiko/s | |Beta Code=laceutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=λαξευτική, λαξευτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of]] or for a stone-cutter or his art, διαβήτης Eust.341.28; ἡ λ. τέχνη Anon.''Prog''. in Rh.1.640 W., Phot. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
λαξευτική, λαξευτικόν,
A of or for a stone-cutter or his art, διαβήτης Eust.341.28; ἡ λ. τέχνη Anon.Prog. in Rh.1.640 W., Phot.
German (Pape)
[Seite 15] das Steinhauen betreffend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαξευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λαξευτὴν ἢ εἰς τὴν τέχνην αὐτοῦ, Εὐστ. 341. 28· ἡ λ. τέχνη Ρήτορες (Walz) 640, Φώτ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λαξευτικός, -ή, -όν) λαξευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαξευτή ή στην τέχνη του («λαξευτικό εργαλείο»).