στηλοβάτης: Difference between revisions
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stilovatis | |Transliteration C=stilovatis | ||
|Beta Code=sthloba/ths | |Beta Code=sthloba/ths | ||
|Definition= | |Definition=στηλοβάτου, ὁ, = [[στηλίτης]] (of a [[στήλη]], like a [[στήλη]], [[inscribe]]d on a [[στήλη]], [[posted]]) II, Tz. ''H.'' 9.330. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
στηλοβάτου, ὁ, = στηλίτης (of a στήλη, like a στήλη, inscribed on a στήλη, posted) II, Tz. H. 9.330.
Greek (Liddell-Scott)
στηλοβάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ ἀναβαίνων ἐπὶ στήλης, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 330.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
αυτός που ανεβαίνει σε στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης, στυλο-βάτης.