γαλλικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gallikos
|Transliteration C=gallikos
|Beta Code=galliko/s
|Beta Code=galliko/s
|Definition=ή, όν, perhaps [[gelded]], POxy.1836 (v/vi A. D.).
|Definition=γαλλική, γαλλικόν, perhaps [[gelded]], POxy.1836 (v/vi A. D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>Γαλλική</i> (και το ουδ. πληθ.) <i>τα Γαλλικά</i> <b>ως ουσ.</b><br />η γαλλική [[γλώσσα]].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>Γαλλική</i> (και το ουδ. πληθ.) <i>τα Γαλλικά</i> <b>ως ουσ.</b><br />η γαλλική [[γλώσσα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλλικός Medium diacritics: γαλλικός Low diacritics: γαλλικός Capitals: ΓΑΛΛΙΚΟΣ
Transliteration A: gallikós Transliteration B: gallikos Transliteration C: gallikos Beta Code: galliko/s

English (LSJ)

γαλλική, γαλλικόν, perhaps gelded, POxy.1836 (v/vi A. D.).

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία
2. το θηλ. Γαλλική (και το ουδ. πληθ.) τα Γαλλικά ως ουσ.
η γαλλική γλώσσα.