πρωτοψάλτης: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protopsaltis
|Transliteration C=protopsaltis
|Beta Code=prwtoya/lths
|Beta Code=prwtoya/lths
|Definition=ου, ὁ, [[chief harpist]], MAMA3.649 (Corycus).
|Definition=πρωτοψάλτου, ὁ, [[chief harpist]], MAMA3.649 (Corycus).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> αυτός που κατέχει την [[πρωτοκαθεδρία]] στον χορό τών ψαλτών, ο [[πρώτος]] [[ανάμεσα]] στους ψάλτες της εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πρώτος]] [[παίκτης]] κρουστού οργάνου.
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> αυτός που κατέχει την [[πρωτοκαθεδρία]] στον χορό τών ψαλτών, ο [[πρώτος]] [[ανάμεσα]] στους ψάλτες της εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πρώτος]] [[παίκτης]] κρουστού οργάνου.
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοψάλτης Medium diacritics: πρωτοψάλτης Low diacritics: πρωτοψάλτης Capitals: ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ
Transliteration A: prōtopsáltēs Transliteration B: prōtopsaltēs Transliteration C: protopsaltis Beta Code: prwtoya/lths

English (LSJ)

πρωτοψάλτου, ὁ, chief harpist, MAMA3.649 (Corycus).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
εκκλ. αυτός που κατέχει την πρωτοκαθεδρία στον χορό τών ψαλτών, ο πρώτος ανάμεσα στους ψάλτες της εκκλησίας
αρχ.
ο πρώτος παίκτης κρουστού οργάνου.