φθέωμεν: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φθέωμεν:''' φθέωσιν, Επικ. αντί <i>φθῶμεν</i>, <i>φθῶσιν</i>, | |lsmtext='''φθέωμεν:''' φθέωσιν, Επικ. αντί <i>φθῶμεν</i>, <i>φθῶσιν</i>, αʹ και γʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[φθάνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:48, 25 August 2023
English (LSJ)
φθέωσι, φθήῃ, φθῇσιν, v. φθάνω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sbj. ao.2 de φθάνω.
Russian (Dvoretsky)
φθέωμεν: эп. 1 л. pl. aor. 2 conjct. к φθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
φθέωμεν: φθέωσιν, φθήῃ, φθῇσιν, ἴδε ἐν λέξ. φθάνω.
English (Autenrieth)
see φθάνω.
Greek Monotonic
φθέωμεν: φθέωσιν, Επικ. αντί φθῶμεν, φθῶσιν, αʹ και γʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του φθάνω.