Καδμῖλος: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Kadmilos | |Transliteration C=Kadmilos | ||
|Beta Code=*kadmi=los | |Beta Code=*kadmi=los | ||
|Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.1.162), ὁ, [[Kadmilos]], name of one of the [[Cabiri]] in [[Samothrace]], St.Byz. [[sub verbo|s.v.]] [[Καβειρία]], Hdn.Gr. | |Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.1.162), ὁ, [[Kadmilos]], name of one of the [[Cabiri]] in [[Samothrace]], St.Byz. [[sub verbo|s.v.]] [[Καβειρία]], Hdn.Gr.2.446:—also [[Κασμῖλος]], Dionysodor. ap. Sch.A.R.1.917, cf. ''IG''12(8).74 (Imbros, ii A.D.), Call.''Fr.''409; identified with Hermes, ibid., Hdn.Gr.1.162, Sch.Lyc.162: with Lat. [[camillus]] ([[casmillus]]), Varr.''LL''7.3, cf. Plu.''Num.'' 7; [[Καδμῖλοι]] is prob. for [[Κάδωλοι]], title of [[ministrant|ministrants]] in the [[cult]] of the [[Curetes]] and <b class="b3">Μεγάλοι Θεοί</b>, D.H.2.22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Καδμῖλος]] και [[Κασμῖλος]], ὁ (Α) [[Κάδμος]]<br /><b>1.</b> όνομα ενός από τους Καβείρους στη Σαμοθράκη<br /><b>2.</b> (στην [[Τυρρηνία]]) ο [[Ερμής]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Καδμῖqλοι</i><br /><b>πιθ.</b> [[Κάδωλοι]]. | |mltxt=[[Καδμῖλος]] και [[Κασμῖλος]], ὁ (Α) [[Κάδμος]]<br /><b>1.</b> όνομα ενός από τους Καβείρους στη Σαμοθράκη<br /><b>2.</b> (στην [[Τυρρηνία]]) ο [[Ερμής]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Καδμῖqλοι</i><br /><b>πιθ.</b> [[Κάδωλοι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.162), ὁ, Kadmilos, name of one of the Cabiri in Samothrace, St.Byz. s.v. Καβειρία, Hdn.Gr.2.446:—also Κασμῖλος, Dionysodor. ap. Sch.A.R.1.917, cf. IG12(8).74 (Imbros, ii A.D.), Call.Fr.409; identified with Hermes, ibid., Hdn.Gr.1.162, Sch.Lyc.162: with Lat. camillus (casmillus), Varr.LL7.3, cf. Plu.Num. 7; Καδμῖλοι is prob. for Κάδωλοι, title of ministrants in the cult of the Curetes and Μεγάλοι Θεοί, D.H.2.22.
Greek Monolingual
Καδμῖλος και Κασμῖλος, ὁ (Α) Κάδμος
1. όνομα ενός από τους Καβείρους στη Σαμοθράκη
2. (στην Τυρρηνία) ο Ερμής
3. στον πληθ. οἱ Καδμῖqλοι
πιθ. Κάδωλοι.