ἀκατάστροφος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akatastrofos | |Transliteration C=akatastrofos | ||
|Beta Code=a)kata/strofos | |Beta Code=a)kata/strofos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκατάστροφον, [[never-ending]], Favor. ap. Stob.4.15.29; of a literary period, [[without conclusion]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''22. Adv. [[ἀκαταστρόφως]] = [[incessantly]], Chrysipp.Stoic.2.273. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκατάστροφον, never-ending, Favor. ap. Stob.4.15.29; of a literary period, without conclusion, D.H.Comp.22. Adv. ἀκαταστρόφως = incessantly, Chrysipp.Stoic.2.273.
Spanish (DGE)
-ον
I 1ret. que no tiene conclusión, inconcluso περίοδος D.H.Comp.22.42.
2 que nunca acaba, ilimitado ἀπέρατόν τι καὶ ἀκατάστροφον ἡ γεωργία ἦν Fauorin.Fr.107.
II adv. -ως sin fin Chrysipp.Stoic.2.273, Alex.Aphr.Fat.44.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάστροφος: -ον, ὁ μηδέποτε τελευτῶν, παρὰ Στοβ. 374. 22. -ἐπὶ ὕφους ἢ περιόδου ἐν τῷ λόγῳ μὴ γλαφυρῶς καὶ καλῶς τελευτώσης, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 168. Schäf.
Greek Monolingual
ἀκατάστροφος, -ον (Α) καταστρέφω
1. αυτός που δεν τελειώνει ποτέ, ο συνεχής
2. αυτός που δεν τελειώνει όπως πρέπει, που δεν έχει ωραίο τέλος (αποδίδεται σε ύφος η σε περίοδο του λόγου).