σκιοθηρικός: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skiothirikos
|Transliteration C=skiothirikos
|Beta Code=skioqhriko/s
|Beta Code=skioqhriko/s
|Definition=ή, όν, [[of a sundial]], γνώμονες <span class="bibl">Str.2.5.24</span>; <b class="b3">διὰ τῶν σ</b>. (''[[sc.]]'' [[ὀργάνων]]) [[sun-dials]], <span class="bibl">Cleom.1.8</span>.
|Definition=σκιοθηρική, σκιοθηρικόν, [[of a sundial]], γνώμονες Str.2.5.24; <b class="b3">διὰ τῶν σ.</b> (''[[sc.]]'' [[ὀργάνων]]) [[sun-dials]], Cleom.1.8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκιαθηρικός]], -ή, -όν, Α [[σκιοθήρης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκιοθήρη<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκιοθηρικά</i> και <i>σκιαθηρικά</i><br />[ενν. <i>ὄργανα</i>] ηλιακά ρολόγια.
|mltxt=και [[σκιαθηρικός]], -ή, -όν, Α [[σκιοθήρης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκιοθήρη<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκιοθηρικά</i> και <i>σκιαθηρικά</i><br />[ενν. <i>ὄργανα</i>] ηλιακά ρολόγια.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐοθηρικός Medium diacritics: σκιοθηρικός Low diacritics: σκιοθηρικός Capitals: ΣΚΙΟΘΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: skiothērikós Transliteration B: skiothērikos Transliteration C: skiothirikos Beta Code: skioqhriko/s

English (LSJ)

σκιοθηρική, σκιοθηρικόν, of a sundial, γνώμονες Str.2.5.24; διὰ τῶν σ. (sc. ὀργάνων) sun-dials, Cleom.1.8.

Greek Monolingual

και σκιαθηρικός, -ή, -όν, Α σκιοθήρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκιοθήρη
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σκιοθηρικά και σκιαθηρικά
[ενν. ὄργανα] ηλιακά ρολόγια.