ἀναπόβλητος: Difference between revisions
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapovlitos | |Transliteration C=anapovlitos | ||
|Beta Code=a)napo/blhtos | |Beta Code=a)napo/blhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀναπόβλητον, [[not capable of being lost]], ἀγαθά S.E.''P.''3.238, cf. Cleanth.Stoic.1.129, Alex.Aphr.''Quaest.''121.16. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναπόβλητον, not capable of being lost, ἀγαθά S.E.P.3.238, cf. Cleanth.Stoic.1.129, Alex.Aphr.Quaest.121.16.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede perderse ἀγαθά S.E.P.3.238, ἀρετή Cleanth.Stoic.1.129, cf. Antisth.23, Alex.Aphr.Quaest.121.16.
2 adv. -ως inseparablemente Cyr.Al.Pulch.p.36.7.
German (Pape)
[Seite 203] unverwerflich, unverächtlich.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπόβλητος: неутрачиваемый, неотчуждаемый (ἀγαθά Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόβλητος: -ον, ὁ μὴ ἀπόβλητος, ὃν δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίψῃ ἢ ἀπολέσῃ τις, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 238.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπόβλητος, -ον) ἀποβάλλω
νεοελλ.
αυτός που δεν αποβλήθηκε ή δεν μπορεί κανείς να τον αποβάλει
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί ή δεν αξίζει να απορριφθεί, να περιφρονηθεί.