μαριλοκαύτης: Difference between revisions
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=marilokaytis | |Transliteration C=marilokaytis | ||
|Beta Code=marilokau/ths | |Beta Code=marilokau/ths | ||
|Definition= | |Definition=μαριλοκαύτου, ὁ, [[charcoal-burner]], S.''Fr.''1067 (prob. = ''Ichn.''34, pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
μαριλοκαύτου, ὁ, charcoal-burner, S.Fr.1067 (prob. = Ichn.34, pl.).
German (Pape)
[ῑ], ὁ, der Kohlenbrenner, Hesych.
Russian (Dvoretsky)
μᾰρῑλοκαύτης: ου ὁ обжигальщик угля, угольщик Soph.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰρῑλοκαύτης: -ου, ὁ, ὁ καίων ἢ κατασκευάζων ἄνθρακας, ἀνθρακεύς, Σοφ. Ἀποσπ. 908. - «μαριλοσκαυτῶν· ἀνθρακευτῶν· μαρίλη γὰρ ἀπόψημα τῶν ἀνθράκων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαριλοκαύτης, -ου, ὁ (Α)
αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)].