κατερυκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kateryktikos
|Transliteration C=kateryktikos
|Beta Code=kateruktiko/s
|Beta Code=kateruktiko/s
|Definition=ή, όν, <b class="b2">restraining, inhibiting, PMag. Lond</b>.<span class="bibl">121.450</span>.
|Definition=κατερυκτική, κατερυκτικόν, restraining, inhibiting, PMag. Lond.121.450.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατερυκτικός]], -ή, -όν (Α) [[κατερύκω]]<br /><b>πάπ.</b> αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, [[ανασχετικός]].
|mltxt=[[κατερυκτικός]], -ή, -όν (Α) [[κατερύκω]]<br /><b>πάπ.</b> αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, [[ανασχετικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερῡκτικός Medium diacritics: κατερυκτικός Low diacritics: κατερυκτικός Capitals: ΚΑΤΕΡΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kateryktikós Transliteration B: kateryktikos Transliteration C: kateryktikos Beta Code: kateruktiko/s

English (LSJ)

κατερυκτική, κατερυκτικόν, restraining, inhibiting, PMag. Lond.121.450.

Greek Monolingual

κατερυκτικός, -ή, -όν (Α) κατερύκω
πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός.