ἀσκάλιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askalistos
|Transliteration C=askalistos
|Beta Code=a)ska/listos
|Beta Code=a)ska/listos
|Definition=[ᾰ], ον, = [[ἀσκάλευτος]], Sch.<span class="bibl">Theoc.10.14</span>.
|Definition=[ᾰ], ον, = [[ἀσκάλευτος]], Sch.Theoc.10.14.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκάλιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαλιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ερευνήθηκε με [[προσοχή]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκάλιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαλιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ερευνήθηκε με [[προσοχή]].
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκάλιστος Medium diacritics: ἀσκάλιστος Low diacritics: ασκάλιστος Capitals: ΑΣΚΑΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: askálistos Transliteration B: askalistos Transliteration C: askalistos Beta Code: a)ska/listos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = ἀσκάλευτος, Sch.Theoc.10.14.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσκάλιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαλιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ερευνήθηκε με προσοχή.