κυλικοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kylikoforos | |Transliteration C=kylikoforos | ||
|Beta Code=kulikofo/ros | |Beta Code=kulikofo/ros | ||
|Definition= | |Definition=κυλικοφόρον, [[carrying cups]], Hld.7.27. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:28, 25 August 2023
English (LSJ)
κυλικοφόρον, carrying cups, Hld.7.27.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλῐκοφόρος: -ον, ἐπὶ τρίποδος, ὁ φέρων κύλικας κ.τ.τ., δηλ. ἐπὶ τοῦ ὁποίου τίθενται κύλικες καὶ τὰ ὅμοια, «προσδραμὼν ὁ Θεαγένης ἑνὶ τῶν κυλικοφόρων τριπόδων, καὶ φιάλην τῶν πολυτίμων ἀνελόμενος, οὐδέν, ἔφη», Ἡλιόδ. 7. 27.
Greek Monolingual
κυλικοφόρος, -ον (Α)
(για τρίποδες) αυτός που φέρει κύλικες («προσδραμών ὁ Θεαγένης ἑνί τῶν κυλικοφόρων τριπόδων», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].