υπέρβιος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
(43)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[δυνατός]] («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπέρμετρος]], [[αδιάντροπος]], [[αχαλίνωτος]] («ὑπέρβιον ὕβριν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπέρβιον</i><br />αδιάντροπα, ασυγκράτητα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερβίως</i> Α<br />ασυγκράτητα, αδιάντροπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>), <b>πρβλ.</b> [[ἀντί]]-<i>βιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[δυνατός]] («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπέρμετρος]], [[αδιάντροπος]], [[αχαλίνωτος]] («ὑπέρβιον ὕβριν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπέρβιον</i><br />αδιάντροπα, ασυγκράτητα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερβίως</i> Α<br />ασυγκράτητα, αδιάντροπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βία]]), <b>πρβλ.</b> [[ἀντίβιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 10 December 2023

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ δυνατός («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», Πίνδ.)
2. υπέρμετρος, αδιάντροπος, αχαλίνωτος («ὑπέρβιον ὕβριν», Ομ. Οδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρβιον
αδιάντροπα, ασυγκράτητα.
επίρρ...
ὑπερβίως Α
ασυγκράτητα, αδιάντροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βιος (< βία), πρβλ. ἀντίβιος].