separado: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀμιγής]], [[ἀνεπίμικτος]], [[ἀπολελυμένος]], [[ἀπόλυτος]], [[ἀποπεπλεγμένος]], [[ἀποσπάς]], [[ἀπόσπαστος]], [[διαιρετός]], [[διάτομος]], [[διαχωρισθείς]], [[διερριμμένος]], [[δρύφακτος]], [[εἰλικρινής]], [[ἔκτακτος]], [[ἐνδεδασμένος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:26, 30 January 2024
Spanish > Greek
ἀμιγής, ἀνεπίμικτος, ἀπολελυμένος, ἀπόλυτος, ἀποπεπλεγμένος, ἀποσπάς, ἀπόσπαστος, διαιρετός, διάτομος, διαχωρισθείς, διερριμμένος, δρύφακτος, εἰλικρινής, ἔκτακτος, ἐνδεδασμένος