χαροδώτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(46)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] ὁ, Freudengeber (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] ὁ, [[Freudengeber]] (?).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χαριδώτης]].
|mltxt=[[χαριδώτης]] και [[χαροδώτης]] και δωρ. τ. χαριδώτας, , θηλ. [[χαριδῶτις]] και [[χαροδῶτις]], -ώτιδος, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει [[χαρά]], [[χαριδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> -[[δώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[πλουτοδώτης]].
}}
}}

Revision as of 11:13, 1 February 2024

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, Freudengeber (?).

Greek Monolingual

χαριδώτης και χαροδώτης και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. χαριδῶτις και χαροδῶτις, -ώτιδος, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει χαρά, χαριδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. πλουτοδώτης.