ανταλλάσσω: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀνταλλάσσω]] κ. [[ἀνταλλάττω]])<br />[[κάνω]] [[ανταλλαγή]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] σε [[αντικατάσταση]] άλλου, [[παίρνω]] [[κάτι]] σαν [[αντάλλαγμα]]<br /><b>2.</b> «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» — τιμωρούμαι με θάνατο<br /><b>3.</b> [[υιοθετώ]] τον τρόπο κάποιου και [[εκείνος]] τον δικό μου<br />II. <b>φρ.</b> «τὴν | |mltxt=(AM [[ἀνταλλάσσω]] κ. [[ἀνταλλάττω]])<br />[[κάνω]] [[ανταλλαγή]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] σε [[αντικατάσταση]] άλλου, [[παίρνω]] [[κάτι]] σαν [[αντάλλαγμα]]<br /><b>2.</b> «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» — τιμωρούμαι με θάνατο<br /><b>3.</b> [[υιοθετώ]] τον τρόπο κάποιου και [[εκείνος]] τον δικό μου<br />II. <b>φρ.</b> «τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει» (<b>Θουκ.</b> 5, 82, 4)<br />άλλαξαν τη συνηθισμένη [[σημασία]] των λέξεων για να δικαιολογούν τις πράξεις τους. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:27, 6 February 2024
Greek Monolingual
(AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω)
κάνω ανταλλαγή
αρχ.
Ι. μέσ.
1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα
2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» — τιμωρούμαι με θάνατο
3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου
II. φρ. «τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει» (Θουκ. 5, 82, 4)
άλλαξαν τη συνηθισμένη σημασία των λέξεων για να δικαιολογούν τις πράξεις τους.