επονομάζω: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπονομάζω]])<br />[[δίνω]] νέο, επί [[πλέον]] όνομα σε [[κάτι]] ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ [[χώρα]] ἀπὸ Ἰταλοῦ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... [[Ἰταλία]] ἐπωνομάσθη», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ ἐπωνόμασαν τὸ [[χωρίον]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]], («καὶ γὰρ ἀγείρειν σφι τὰς | |mltxt=(AM [[ἐπονομάζω]])<br />[[δίνω]] νέο, επί [[πλέον]] όνομα σε [[κάτι]] ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ [[χώρα]] ἀπὸ Ἰταλοῦ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... [[Ἰταλία]] ἐπωνομάσθη», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ ἐπωνόμασαν τὸ [[χωρίον]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]], («καὶ γὰρ ἀγείρειν σφι τὰς γυναῖκας ἐπονομαζούσας τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκφωνώ]] το όνομα κάποιου στο [[παιγνίδι]] του «κοττάβου». | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 6 February 2024
Greek Monolingual
(AM ἐπονομάζω)
δίνω νέο, επί πλέον όνομα σε κάτι ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ χώρα ἀπὸ Ἰταλοῦ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... Ἰταλία ἐπωνομάσθη», Θουκ.)
αρχ.
1. δίνω όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ ἐπωνόμασαν τὸ χωρίον», Θουκ.)
2. αναφέρω, («καὶ γὰρ ἀγείρειν σφι τὰς γυναῖκας ἐπονομαζούσας τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ», Ηρόδ.)
3. εκφωνώ το όνομα κάποιου στο παιγνίδι του «κοττάβου».