Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τέρμονας: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο /[[τέρμων]], -ονος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνορο]] αγρού<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις του άβακα της πρύμνης, τα στολίδια του αϊνά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όριο, [[σύνορο]]<br /><b>2.</b> [[τέρμα]], όριο<br /><b>3.</b> [[φράχτης]]<br /><b>4.</b> [[χείλος]], [[γύρος]] («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε Φοῑβος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[απόδοση]] στην Ελληνική του ονόματος του θεού-προστάτη τών ορίων τών Λατίνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τέρμα]].
|mltxt=ο /[[τέρμων]], -ονος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνορο]] αγρού<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις του άβακα της πρύμνης, τα στολίδια του αϊνά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όριο, [[σύνορο]]<br /><b>2.</b> [[τέρμα]], όριο<br /><b>3.</b> [[φράχτης]]<br /><b>4.</b> [[χείλος]], [[γύρος]] («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε Φοῖβος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[απόδοση]] στην Ελληνική του ονόματος του θεού-προστάτη τών ορίων τών Λατίνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τέρμα]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο /τέρμων, -ονος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σύνορο αγρού
2. καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις του άβακα της πρύμνης, τα στολίδια του αϊνά
αρχ.
1. όριο, σύνορο
2. τέρμα, όριο
3. φράχτης
4. χείλος, γύρος («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε Φοῖβος», Ευρ.)
5. απόδοση στην Ελληνική του ονόματος του θεού-προστάτη τών ορίων τών Λατίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρμα.