Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τέρμονας

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ο /τέρμων, -ονος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σύνορο αγρού
2. καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις του άβακα της πρύμνης, τα στολίδια του αϊνά
αρχ.
1. όριο, σύνορο
2. τέρμα, όριο
3. φράχτης
4. χείλος, γύρος («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε Φοῖβος», Ευρ.)
5. απόδοση στην Ελληνική του ονόματος του θεού-προστάτη τών ορίων τών Λατίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρμα.