τέρμονας
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ο /τέρμων, -ονος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σύνορο αγρού
2. καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις του άβακα της πρύμνης, τα στολίδια του αϊνά
αρχ.
1. όριο, σύνορο
2. τέρμα, όριο
3. φράχτης
4. χείλος, γύρος («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε Φοῖβος», Ευρ.)
5. απόδοση στην Ελληνική του ονόματος του θεού-προστάτη τών ορίων τών Λατίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρμα.