χαλκίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / χαλκῑτις, -ίτιδος, ΝΑ, γεν. και -ίτεως Α<br />[[ορυκτή]] [[στυπτηρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενν. <i>γη</i>) [[μετάλλευμα]] χαλκού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που περιέχει χαλκό<br /><b>2.</b> [[χρυσάνθεμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> / -<i>ίτιδα</i> ([[πρβλ]]. [[ὀνυχῖτις]])].
|mltxt=η / χαλκῖτις, -ίτιδος, ΝΑ, γεν. και -ίτεως Α<br />[[ορυκτή]] [[στυπτηρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενν. <i>γη</i>) [[μετάλλευμα]] χαλκού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που περιέχει χαλκό<br /><b>2.</b> [[χρυσάνθεμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> / -<i>ίτιδα</i> ([[πρβλ]]. [[ὀνυχῖτις]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

η / χαλκῖτις, -ίτιδος, ΝΑ, γεν. και -ίτεως Α
ορυκτή στυπτηρία
νεοελλ.
(ενν. γη) μετάλλευμα χαλκού
αρχ.
1. ως επίθ. αυτή που περιέχει χαλκό
2. χρυσάνθεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα (πρβλ. ὀνυχῖτις)].