υπάφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[σύμπτωμα]] νόσου) αυτός που η διάγνωσή του [[είναι]] [[κάπως]] δύσκολη, ο [[κάπως]] [[ασαφής]] («ὑπάφωνον ῥῑγος», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄφωνος]] «αυτός που δεν έχει [[φωνή]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[σύμπτωμα]] νόσου) αυτός που η διάγνωσή του [[είναι]] [[κάπως]] δύσκολη, ο [[κάπως]] [[ασαφής]] («ὑπάφωνον ῥῖγος», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄφωνος]] «αυτός που δεν έχει [[φωνή]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ον, Α
(για σύμπτωμα νόσου) αυτός που η διάγνωσή του είναι κάπως δύσκολη, ο κάπως ασαφής («ὑπάφωνον ῥῖγος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄφωνος «αυτός που δεν έχει φωνή»].