υπάφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[σύμπτωμα]] νόσου) αυτός που η διάγνωσή του [[είναι]] [[κάπως]] δύσκολη, ο [[κάπως]] [[ασαφής]] («ὑπάφωνον | |mltxt=-ον, Α<br />(για [[σύμπτωμα]] νόσου) αυτός που η διάγνωσή του [[είναι]] [[κάπως]] δύσκολη, ο [[κάπως]] [[ασαφής]] («ὑπάφωνον ῥῖγος», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄφωνος]] «αυτός που δεν έχει [[φωνή]]»]. | ||
}} | }} |