υπάφωνος

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(για σύμπτωμα νόσου) αυτός που η διάγνωσή του είναι κάπως δύσκολη, ο κάπως ασαφής («ὑπάφωνον ῥῖγος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄφωνος «αυτός που δεν έχει φωνή»].