υπάφωνος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

-ον, Α
(για σύμπτωμα νόσου) αυτός που η διάγνωσή του είναι κάπως δύσκολη, ο κάπως ασαφής («ὑπάφωνον ῥῖγος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄφωνος «αυτός που δεν έχει φωνή»].