υποκοριστικός: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποκοριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑποκορίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, [[κολακευτικός]], χαῑδευτικός·2. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υποκοριστικό</i><br />(ενν. <i>όνομα</i>) <b>γραμμ.</b> παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό και που χρησιμοποιείται χαϊδευτικά ή σκωπτικά (α. «[[πολλά]] υποκοριστικά κύριων ονομάτων της Νεοελληνικής λήγουν σε -<i>άκης</i>» β. «[[ῥοίδιον]] [[μέντοι]] ὡς [[βοίδιον]] τὸ ὑποκοριστικόν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γλωσσ.</b> το μορφηματικό ή λεξιλογικό [[στοιχείο]] που επιτελεί τη [[λειτουργία]] του υποκορισμού [[καθώς]] και η [[ίδια]] η [[λέξη]] που έχει υποστεί τη διεργασία του υποκορισμού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποκοριστικώς</i> / <i>ὑποκοριστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υποκοριστικά</i> Ν<br />με υποκορισμό.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποκοριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑποκορίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, [[κολακευτικός]], χαῖδευτικός·2. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υποκοριστικό</i><br />(ενν. <i>όνομα</i>) <b>γραμμ.</b> παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό και που χρησιμοποιείται χαϊδευτικά ή σκωπτικά (α. «[[πολλά]] υποκοριστικά κύριων ονομάτων της Νεοελληνικής λήγουν σε -<i>άκης</i>» β. «[[ῥοίδιον]] [[μέντοι]] ὡς [[βοίδιον]] τὸ ὑποκοριστικόν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γλωσσ.</b> το μορφηματικό ή λεξιλογικό [[στοιχείο]] που επιτελεί τη [[λειτουργία]] του υποκορισμού [[καθώς]] και η [[ίδια]] η [[λέξη]] που έχει υποστεί τη διεργασία του υποκορισμού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποκοριστικώς</i> / <i>ὑποκοριστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υποκοριστικά</i> Ν<br />με υποκορισμό.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποκοριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῖδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό
(ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό και που χρησιμοποιείται χαϊδευτικά ή σκωπτικά (α. «πολλά υποκοριστικά κύριων ονομάτων της Νεοελληνικής λήγουν σε -άκης» β. «ῥοίδιον μέντοι ὡς βοίδιον τὸ ὑποκοριστικόν», Αθήν.)
νεοελλ.
γλωσσ. το μορφηματικό ή λεξιλογικό στοιχείο που επιτελεί τη λειτουργία του υποκορισμού καθώς και η ίδια η λέξη που έχει υποστεί τη διεργασία του υποκορισμού.
επίρρ...
υποκοριστικώς / ὑποκοριστικῶς ΝΜΑ, και υποκοριστικά Ν
με υποκορισμό.