ῥοίδιον
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
German (Pape)
[Seite 847] und ῥοΐδιον, τό, dim. von ῥοιά, ῥόα, kleine Granate; Menand. bei Ath. XVI, 651 a; D. Sic. 4, 35; die Form ῥοίδιον galt als besser attisch, vgl, Lob. Phryn. 87.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥοιά, ῥόα, «ῥόϊδι», καὶ τῶν ῥοιδίων ἐτρώγομεν Μένανδρ. ἐν «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 7. Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Πόρσωνος προοίμιον εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. καὶ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 87.