τοιχογραφώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
(41)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τοιχογραφῶ, -έω, ΝΜΑ [[τοιχογράφος]]<br />[[γράφω]] ή [[ζωγραφίζω]] σε τοίχο.
|mltxt=τοιχογραφῶ, [[τοιχογραφέω]], ΝΜΑ [[τοιχογράφος]]<br />[[γράφω]] ή [[ζωγραφίζω]] σε τοίχο.
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 10 February 2024

Greek Monolingual

τοιχογραφῶ, τοιχογραφέω, ΝΜΑ τοιχογράφος
γράφω ή ζωγραφίζω σε τοίχο.