dislocación: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[διασπασμός]], [[ἐκβολή]], [[ἔκπτωσις]], [[διαστροφή]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐκπάλησις]], [[ἀνάθλασις]], [[διάστρεμμα]], [[ἔκκλισις]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔκπτωμα]], [[διακίνημα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[ἐξηρθρηκός]], [[διαφορά]], [[ἔξαρθρον]]
|sltx=[[ἀνάθλασις]], [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διασπασμός]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]
}}
}}

Revision as of 22:21, 13 February 2024