Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φθισίκηρος: Difference between revisions

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
(45)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθισίκηρος''': ἐπίθ. Σελήνης. Ὕμνος ἐκδ. ὑπὸ Mil. ἐν Mél. de lit. gr. σ. 454, [[ἔνθα]] ἑρμηνεύεται qui détruit la mort, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
|lstext='''φθισίκηρος''': ἐπίθ. Σελήνης. Ὕμνος ἐκδ. ὑπὸ Mil. ἐν Mél. de lit. gr. σ. 454, [[ἔνθα]] ἑρμηνεύεται [[qui détruit la mort]], Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] της Σελήνης) αυτός που φθείρει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κῆρ</i> «[[καρδιά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>κηρος</i>. Ο τ. [[αντί]] του αναμενόμενου <i>φθεισί</i>-<i>κηρος</i>, σχηματισμένου από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[φθίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]), όπως τα σύνθ. με <i>δεξι</i>-, <i>κλεψι</i>-, <i>τερψι</i>- κ.λπ.].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] της Σελήνης) αυτός που φθείρει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κῆρ</i> «[[καρδιά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>κηρος</i>. Ο τ. [[αντί]] του αναμενόμενου <i>φθεισί</i>-<i>κηρος</i>, σχηματισμένου από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[φθίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]), όπως τα σύνθ. με <i>δεξι</i>-, <i>κλεψι</i>-, <i>τερψι</i>- κ.λπ.].
}}
}}

Revision as of 22:19, 15 February 2024

Greek (Liddell-Scott)

φθισίκηρος: ἐπίθ. Σελήνης. Ὕμνος ἐκδ. ὑπὸ Mil. ἐν Mél. de lit. gr. σ. 454, ἔνθα ἑρμηνεύεται qui détruit la mort, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία της Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φθίνω + -κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί-κηρος. Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθεισί-κηρος, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα της ρίζας του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-, τερψι- κ.λπ.].