φθισίκηρος
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
Greek (Liddell-Scott)
φθισίκηρος: ἐπίθ. Σελήνης. Ὕμνος ἐκδ. ὑπὸ Mil. ἐν Mél. de lit. gr. σ. 454, ἔνθα ἑρμηνεύεται qui détruit la mort, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία της Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φθίνω + -κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπίκηρος. Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθεισίκηρος, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα της ρίζας του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-, τερψι- κ.λπ.].