δαμαλίδα: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(8)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η και [[δαμαλίς]] (-[[ίδος]]) (Μ [[δαμαλίς]]) [[δάμαλις]]<br />η [[δαμάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ασθένεια]] τών βοδιών [[δαμαλίτιδα]]<br /><b>2.</b> ο [[ορός]] που παράγεται από δαμάλειο ύλη, η [[βατσίνα]]<br /><b>3.</b> [[γένος]] δίπτερων εντόμων.
|mltxt=η και [[δαμαλίς]] (-ίδος) (Μ [[δαμαλίς]]) [[δάμαλις]]<br />η [[δαμάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ασθένεια]] τών βοδιών [[δαμαλίτιδα]]<br /><b>2.</b> ο [[ορός]] που παράγεται από δαμάλειο ύλη, η [[βατσίνα]]<br /><b>3.</b> [[γένος]] δίπτερων εντόμων.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Greek Monolingual

η και δαμαλίς (-ίδος) (Μ δαμαλίς) δάμαλις
η δαμάλα
νεοελλ.
1. η ασθένεια τών βοδιών δαμαλίτιδα
2. ο ορός που παράγεται από δαμάλειο ύλη, η βατσίνα
3. γένος δίπτερων εντόμων.