ὅρμισις: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ormisis | |Transliteration C=ormisis | ||
|Beta Code=o(/rmisis | |Beta Code=o(/rmisis | ||
|Definition=-εως, ἡ | |Definition=-εως, ἡ, ([[ὁρμίζω]]) [[bringing a ship to anchor]], metaph., Ael. ''Fr.''79. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅρμῐσις''': ἡ, ([[ὁρμίζω]]) τὸ προσορμίζειν ἢ φέρειν εἰς τὸν λιμένα [[πλοῖον]], ἴδε [[ὁρμίζω]] ἐν τέλει. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 510, καὶ Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 183 κἑξ. | |lstext='''ὅρμῐσις''': ἡ, ([[ὁρμίζω]]) τὸ προσορμίζειν ἢ φέρειν εἰς τὸν λιμένα [[πλοῖον]], ἴδε [[ὁρμίζω]] ἐν τέλει. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 510, καὶ Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 183 κἑξ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 17 March 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ὁρμίζω) bringing a ship to anchor, metaph., Ael. Fr.79.
Greek (Liddell-Scott)
ὅρμῐσις: ἡ, (ὁρμίζω) τὸ προσορμίζειν ἢ φέρειν εἰς τὸν λιμένα πλοῖον, ἴδε ὁρμίζω ἐν τέλει. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 510, καὶ Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 183 κἑξ.