ὅρμισις
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ὁρμίζω) bringing a ship to anchor, metaph., Ael. Fr.79.
Greek (Liddell-Scott)
ὅρμῐσις: ἡ, (ὁρμίζω) τὸ προσορμίζειν ἢ φέρειν εἰς τὸν λιμένα πλοῖον, ἴδε ὁρμίζω ἐν τέλει. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 510, καὶ Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 183 κἑξ.