επηρμένος: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
(13) |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) [[επηρμένος]] και [[επαρμένος]]<br /><b>1.</b> [[φαντασμένος]], [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]]<br /><b>2.</b> (για θρόνο) [[υψηλός]], [[μεγαλοπρεπής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 9 October 2024
Greek Monolingual
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) επηρμένος και επαρμένος
1. φαντασμένος, αλαζονικός, υπεροπτικός
2. (για θρόνο) υψηλός, μεγαλοπρεπής.