στιβώ: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, ΜΑ [[στίβος]]<br /><b>1.</b> [[πατώ]], [[περπατώ]], [[βαδίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> | |mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, ΜΑ [[στίβος]]<br /><b>1.</b> [[πατώ]], [[περπατώ]], [[βαδίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πᾶν ἐστίβηται πλευρὸν» — διερευνήθηκε, εξετάστηκε [[κάθε]] [[πλευρά]] (<b>Σοφ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α<br /><b>1.</b> [[θλίβω]], [[καταθλίβω]]<br /><b>2.</b> [[κολάζω]] («στιβώσας αὐτὸν ἡμέρας νηστειῶν... δύο», Αποστ. Διατ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] /[[στίβος]] με σημ. «[[πατώ]], [[πιέζω]]», απ' όπου «[[θλίβω]], [[κολάζω]]», [[κατά]] τα συνηρημένα σε -<i>όω</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:11, 23 October 2024
Greek Monolingual
(I)
-έω, ΜΑ στίβος
1. πατώ, περπατώ, βαδίζω
2. φρ. «πᾶν ἐστίβηται πλευρὸν» — διερευνήθηκε, εξετάστηκε κάθε πλευρά (Σοφ.).
(II)
-όω, Α
1. θλίβω, καταθλίβω
2. κολάζω («στιβώσας αὐτὸν ἡμέρας νηστειῶν... δύο», Αποστ. Διατ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στείβω /στίβος με σημ. «πατώ, πιέζω», απ' όπου «θλίβω, κολάζω», κατά τα συνηρημένα σε -όω].