ετρουσκικός: Difference between revisions
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
(14) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ετρούσκους ή στην Ετρουρία, [[αλλιώς]] [[τυρρηνικός]] («ετρουσκική [[τέχνη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετρούσκος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη]. | |mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ετρούσκους ή στην Ετρουρία, [[αλλιώς]] [[τυρρηνικός]] («ετρουσκική [[τέχνη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετρούσκος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[Etruscan]]=== | |||
Armenian: էտրուսկյան; Catalan: etrusc; Chinese Mandarin: [[伊特魯里亞的]], [[伊特鲁里亚的]]; Czech: etruský; Danish: etruskisk; Dutch: [[Etruskisch]]; Finnish: etruskilainen, etruski; French: [[étrusque]]; Galician: etrusco; German: [[etruskisch]]; Greek: [[ετρουσκικός]], [[τυρρηνικός]]; Ancient Greek: [[Τυρρηνικός]], [[Τυρρηνός]], [[Τυρσανός]], [[Τυρσηνικός]], [[Τυρσηνός]]; Irish: Éatrúscach; Italian: [[etrusco]]; Japanese: エトルリアの; Macedonian: етрурски; Norwegian Bokmål: etruskisk; Nynorsk: etruskisk; Polish: etruski; Portuguese: [[etrusco]]; Serbo-Croatian Roman : Etruščanski, Etrurski; Spanish: [[etrusco]]; Swedish: etruskisk; Turkish: Etrüsk | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:30, 16 November 2024
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ετρούσκους ή στην Ετρουρία, αλλιώς τυρρηνικός («ετρουσκική τέχνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετρούσκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].
Translations
Etruscan
Armenian: էտրուսկյան; Catalan: etrusc; Chinese Mandarin: 伊特魯里亞的, 伊特鲁里亚的; Czech: etruský; Danish: etruskisk; Dutch: Etruskisch; Finnish: etruskilainen, etruski; French: étrusque; Galician: etrusco; German: etruskisch; Greek: ετρουσκικός, τυρρηνικός; Ancient Greek: Τυρρηνικός, Τυρρηνός, Τυρσανός, Τυρσηνικός, Τυρσηνός; Irish: Éatrúscach; Italian: etrusco; Japanese: エトルリアの; Macedonian: етрурски; Norwegian Bokmål: etruskisk; Nynorsk: etruskisk; Polish: etruski; Portuguese: etrusco; Serbo-Croatian Roman : Etruščanski, Etrurski; Spanish: etrusco; Swedish: etruskisk; Turkish: Etrüsk