ετρουσκικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ετρούσκους ή στην Ετρουρία, αλλιώς τυρρηνικός («ετρουσκική τέχνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετρούσκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].
Translations
Etruscan
Armenian: էտրուսկյան; Catalan: etrusc; Chinese Mandarin: 伊特魯里亞的, 伊特鲁里亚的; Czech: etruský; Danish: etruskisk; Dutch: Etruskisch; Finnish: etruskilainen, etruski; French: étrusque; Galician: etrusco; German: etruskisch; Greek: ετρουσκικός, τυρρηνικός; Ancient Greek: Τυρρηνικός, Τυρρηνός, Τυρσανός, Τυρσηνικός, Τυρσηνός; Irish: Éatrúscach; Italian: etrusco; Japanese: エトルリアの; Macedonian: етрурски; Norwegian Bokmål: etruskisk; Nynorsk: etruskisk; Polish: etruski; Portuguese: etrusco; Serbo-Croatian Roman : Etruščanski, Etrurski; Spanish: etrusco; Swedish: etruskisk; Turkish: Etrüsk