λευκανθίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(13_4)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] weiß blühen, weiß schimmern; τὸν ἂν μὴ λευκανθίζοντα ἴδωνται, τοῦτον κτείνειν Her. 8, 27, wo γυψώσας ἄνδρας vorhergeht; λευκανθίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee, Alciphr. 3, 30; λευκανθίζοντες ὀφθαλμοί S. Emp. pyrrh. 1, 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] weiß blühen, weiß schimmern; τὸν ἂν μὴ λευκανθίζοντα ἴδωνται, τοῦτον κτείνειν Her. 8, 27, wo γυψώσας ἄνδρας vorhergeht; λευκανθίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee, Alciphr. 3, 30; λευκανθίζοντες ὀφθαλμοί S. Emp. pyrrh. 1, 44.
}}
{{ls
|lstext='''λευκανθίζω''': ἔχω λευκὰ [[ἄνθη]]· [[καθόλου]], εἶμαι [[λευκός]], ἐπὶ ἀνθρώπων οἵτινες ἐλεύκαναν ἑαυτοὺς διὰ γύψου, Ἡρόδ. 8. 27· ἐπὶ χιονοσκεπῶν βουνῶν, Ἀλκίφρων 3. 30· χιόνι λευκανθίζουσας αἶγας Βαβρ. 45. 3· [[οἰκία]] λ. γύψῳ Στοβ. 74. 27. ΙΙ. οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 44, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Θ΄, 5).
}}
}}

Revision as of 09:14, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκανθίζω Medium diacritics: λευκανθίζω Low diacritics: λευκανθίζω Capitals: ΛΕΥΚΑΝΘΙΖΩ
Transliteration A: leukanthízō Transliteration B: leukanthizō Transliteration C: lefkanthizo Beta Code: leukanqi/zw

English (LSJ)

   A v. λευκαθίζω.

German (Pape)

[Seite 33] weiß blühen, weiß schimmern; τὸν ἂν μὴ λευκανθίζοντα ἴδωνται, τοῦτον κτείνειν Her. 8, 27, wo γυψώσας ἄνδρας vorhergeht; λευκανθίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee, Alciphr. 3, 30; λευκανθίζοντες ὀφθαλμοί S. Emp. pyrrh. 1, 44.

Greek (Liddell-Scott)

λευκανθίζω: ἔχω λευκὰ ἄνθη· καθόλου, εἶμαι λευκός, ἐπὶ ἀνθρώπων οἵτινες ἐλεύκαναν ἑαυτοὺς διὰ γύψου, Ἡρόδ. 8. 27· ἐπὶ χιονοσκεπῶν βουνῶν, Ἀλκίφρων 3. 30· χιόνι λευκανθίζουσας αἶγας Βαβρ. 45. 3· οἰκία λ. γύψῳ Στοβ. 74. 27. ΙΙ. οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 44, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Θ΄, 5).