ἀπομαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(c2) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] (s. [[μαίνομαι]]), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] (s. [[μαίνομαι]]), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπομαίνομαι''': παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι [[μέχρι]] μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:22, 5 August 2017
English (LSJ)
aor. 2 ἀπεμάνην [ᾰ],
A go mad, Luc.DDeor.12.1.
German (Pape)
[Seite 314] (s. μαίνομαι), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομαίνομαι: παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι μέχρι μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.