μέλπηθρον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
(13_5)
 
(6_21)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0128.png Seite 128]] τό (eigtl. Gesang u. Tanz, vgl. [[μολπή]]), Ergötzlichkeit, Spiel; μὴ [[κεῖνος]] ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' [[αὖθι]] κυνῶν [[μέλπηθρα]] γένοιτο, d. i. unbestattet, ein Spiel der Hunde werden, Il. 13, 233, wie Πάτροκλον Τρωῇσι κυσὶ [[μέλπηθρα]] [[γενέσθαι]], 17, 255. 18, 179.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0128.png Seite 128]] τό (eigtl. Gesang u. Tanz, vgl. [[μολπή]]), Ergötzlichkeit, Spiel; μὴ [[κεῖνος]] ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' [[αὖθι]] κυνῶν [[μέλπηθρα]] γένοιτο, d. i. unbestattet, ein Spiel der Hunde werden, Il. 13, 233, wie Πάτροκλον Τρωῇσι κυσὶ [[μέλπηθρα]] [[γενέσθαι]], 17, 255. 18, 179.
}}
{{ls
|lstext='''μέλπηθρον''': τό, ([[μέλπω]]) [[κυρίως]], τὸ ᾆσμα [[μετὰ]] χοροῦ, (μόνον ἐν τῆ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἀτάφου πτώματος, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, [[λεία]] τῶν κυνῶν, [[τέρψις]] αὐτῶν, Ν. 233· κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι Σ. 255., Τ. 176· πρβλ. [[μολπή]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μέλπηθρα· σπαράγματα. παίγνια· ἑλκύσματα».
}}
}}

Revision as of 09:27, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 128] τό (eigtl. Gesang u. Tanz, vgl. μολπή), Ergötzlichkeit, Spiel; μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, d. i. unbestattet, ein Spiel der Hunde werden, Il. 13, 233, wie Πάτροκλον Τρωῇσι κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι, 17, 255. 18, 179.

Greek (Liddell-Scott)

μέλπηθρον: τό, (μέλπω) κυρίως, τὸ ᾆσμα μετὰ χοροῦ, (μόνον ἐν τῆ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἀτάφου πτώματος, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, λεία τῶν κυνῶν, τέρψις αὐτῶν, Ν. 233· κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι Σ. 255., Τ. 176· πρβλ. μολπή. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μέλπηθρα· σπαράγματα. παίγνια· ἑλκύσματα».