κεῖνος

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεῖνος Medium diacritics: κεῖνος Low diacritics: κείνος Capitals: ΚΕΙΝΟΣ
Transliteration A: keînos Transliteration B: keinos Transliteration C: keinos Beta Code: kei=nos

English (LSJ)

η, ο, Ion. and poet. for ἐκεῖνος. Adv. κείνως. κεινός, ή, όν, Ion. and poet. for κενός. κεινόω, v. κενόω. Κεῖος, v. Κέως. κεῖρα· γενεά, ἢ ἡλικία, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1412] κείνη, κεῖνο, ion. u. p. = ἐκεῖνος, jener, bei Hom. die häufigere Form; auch bei Pind. nicht selten, so wie bei den Tragg. nach Versbedürfniß statt der längeren Form; vgl. Ellendt lex. Soph. – Einzeln auch in Prosa, vgl. Lob. zu Phryn. p. 7 ff; Bornemann zu Xen. Conv. 4, 12 u. Ast zu Plat. Legg. p. 22. – Bei den Kretern hieß κεῖνος der Geliebte.

French (Bailly abrégé)

κείνη, κεῖνο;
épq. et ion. c. ἐκεῖνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεῖνος -η -ο zie ἐκεῖνος.

Russian (Dvoretsky)

κεῖνος: κείνη, κεῖνο эп.-ион. = ἐκεῖνος.

English (Autenrieth)

κείνη, κεῖνο: see ἐκεῖνος.

English (Slater)

κεῖνος (-ος, -ου, -ῳ, -ον, -οι, -ων, -οις, -οισι(ν), -ους; -αι; κεῖνο nom., acc., -α acc.: ἐκεῖνος codd., (O. 2.99), (O. 3.31), (O. 6.102), (O. 10.30), (O. 10.41), (O. 13.76), (O. 13.87), (P. 3.55), (N. 3.11), (N. 5.22), (I. 8.65), fr. 137. 1, corr. Boeckh.)
   1 that, those cf. Des Places, 67.
   a with prior reference. ἴδε καὶ κείναν χθόνα (O. 3.31) κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα those 29 victories of the trainer Melesias (O. 8.62) κεῖνον κατὰ χρόνον sc. of his victory (O. 10.102) κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει Typhos (P. 1.25) ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron. (P. 1.42) κείνας ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους those with which he won his victory (P. 2.8) “κεῖνος ὄρνις” (P. 4.19) “κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” Libya (P. 4.48) ἀλλ' ἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν (P. 4.210) ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (P. 4.243) καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας Damophilos (P. 4.289) ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί (τὸν Ἀρκεσίλαν. Σ.) (P. 5.107) κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (P. 9.68) κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς Chromios (N. 1.9) ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμόν (Αἰδώς v. 33) (N. 9.36) κείνων λυθέντες (δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35. ]αι κείνῳ χρόνῳ Δ. 4. d. 1. pro subs., emphasising some previously mentioned person or thing, ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή (Hieron v. 23) (O. 1.101) καὶ κεῖνος, ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (Theron v. 95) (O. 2.99) κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ἐπίστανται (ἡμίονοι v. 22) (O. 6.25) κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (Hermes v. 79) (O. 6.80) θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι (the relatives of Hagesias in Stymphalos and Syracuse, cf. οἴκοθεν οἴκαδ v. 99) (O. 6.102) κείνοισι μὲν — πολὺν ὗσε χρυσόν (the Rhodians v. 48: κείνοις ὁ coni. Mingarelli) (O. 7.49) κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα (Melesias v. 54) (O. 8.62) κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν (Χάριτες v. 27) (O. 9.28) κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι (λαοί v. 46) (O. 9.53) δάμασε καὶ κείνους (Kteatos and Eurytos v. 28) (O. 10.30) καὶ κεῖνος (Αὐγέας v. 35) (O. 10.41) ἀπὸ κείνου χρήσιος (Polyidos v. 75) (O. 13.76) σὺν δὲ κείνῳ (Pegasos v. 86) (O. 13.87) τῷ πόλιν κείναν Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (Aitna v. 60) (P. 1.61) ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Asklepios from v. 53) (P. 3.55) τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (Hieron v. 72) (P. 3.75) μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν (the golden fleece v. 69) (P. 4.69) “ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν” (the family of Cheiron v. 105) (P. 4.105) κείνου γε κατὰ κλέος (Jason v. 123) (P. 4.125) σὺν κείνοισι (with his relatives = οἱ δ v. 133) (P. 4.134) “κείνων φυτευθέντες” (Kretheus and Salmoneus v. 143) (P. 4.144) κεῖνος γὰρ (Damophilos v. 281) (P. 4.281) κεῖνόν γε καὶ (Battos v. 55) (P. 5.57) κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (the marriage of Apollo and Cyrene v. 66) (P. 9.68) κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν (Nereus v. 94) (P. 9.95) πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους (P. 9.123) βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (τινα v. 64) (N. 1.68) ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι (the triumph singers v. 4) (N. 3.11) κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι (Kallikles v. 80) (N. 4.85) πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός (Aiakidai v. 15) (N. 5.22) ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (Peleus v. 26) (N. 5.30) καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος (Peleus v. 36: καὶ σοῦ e Σ Christ) (N. 5.43) κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν (Praxidamos v. 15) (N. 6.17) ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (Aiakos v. 8) (N. 8.10) κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν (Φθόνος, from φθονεροῖσι v. 21) (N. 8.23) ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν (Amphitryon v. 13) (N. 10.14) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (Lynkeus v. 61) (N. 10.62) κεῖνοι γὰρ (Kastor and Iolaos v. 16) (I. 1.17) πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (Aiakidai v. 43) (I. 5.47) πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα (Telamon v. 26) (I. 6.31) ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας (Nikokles v. 64) (I. 8.65) κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος (the ancestors of the Abderitans v. 59) Πα. 2. . Διὸς παῖςχρυσός. κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. as antecedent of preceding relative clause, οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2.
   b without prior reference. (θεὸς) ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος (P. 2.89), cf. (O. 6.102)
   2 τοιοῦτος, such a one as that εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; (O. 6.7) προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (τουτέστι τὸν τοιοῦτον. Σ: such as Homer lit for Aias) (I. 4.43) σειρῆνα δὲ κόμπον μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.
   3 fragg. ]ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς (Pae. 10.19) κείνῳ μὲν Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος ἀμφίκειται fr. 92. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν (Teuffel: ἐκεῖνα κοινὰ εἶσ codd.) fr. 137. 1. κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143.

Greek Monolingual

(ΑΜ κεῖνος)
βλ. εκείνος.

Greek Monotonic

κεῖνος: -η, -ο, Ιων. και ποιητ. αντί ἐκεῖνος· κείνῃ, μέσω αυτού του τρόπου, σε Ομήρ. Οδ.· κείνως, με αυτό τον τρόπο, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κεῖνος: η, ο, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ τοῦ ἐκεῖνος. Ἐπίρρ. κείνως.

English (Woodhouse)

(see also: ἐκεῖνος) the former

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)