αὖθι

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὖθι Medium diacritics: αὖθι Low diacritics: αύθι Capitals: ΑΥΘΙ
Transliteration A: aûthi Transliteration B: authi Transliteration C: aythi Beta Code: au)=qi

English (LSJ)

Adv. shortened for αὐτόθι, of place,
A on the spot, here, there, Il. 1.492, etc.; αὖθ' ἐπὶ τάφρῳ 11.48; ἐνθάδε κ' αὖθι μένων Od.5.208; ἐν Λακεδαίμονι αὖθι Il.3.244; αὖθι ἔχειν to keep him there, as he is, Od. 4.416.
2 of time, forthwith, straightway, Il.5.296, 6.281, etc.—Ep. word, borrowed by S.Fr.522; cf. αὐτόθι.
3 later, = αὖθις, Lyc.732, Call.Dian.241, AP9.343 (Arch.):—also αὖθιν (said to be Rhegian) acc. to Theognost. Can.161,163.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tes. αὖθε IG 9(2).270 (Cierion V a.C.); dial. de Region αὖθιν Theognost.Can.161, 163
adv.
1 de lugar, acompañado de determinación en el mismo lugar, allí mismo, aquí mismo αὐθ' ἐπὶ τάφρῳ Il.11.48, ἐν Λακεδαίμονι αὖ. Il.3.244, μένοντες αὖ. παρ' Ἀτρεΐδῃ Od.3.156, αὖθε πὲρ γᾶς ... ἔθανε IG l.c.
sin determinación, mismo sent. αὖ. μένων Il.1.492, cf. 10.62, 13.37, 22.127, Od.8.275, Sapph.83.2, πτολεμίξομεν αὖ. Il.2.328, cf. Hes.Op.35, τὸ δὲ ἔργον ... αὖ. λίποιεν Hes.Op.440
αὖ. δ' ἔχειν retener allí mismo, Od.4.416.
2 de tiempo al punto, en el acto τοῦ δ' αὖ. λύθη ψυχή Il.5.296, cf. 6.281, αὖ. δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον Pi.O.8.39.
3 tard. de orden temporal de nuevo, otra vez πρύλιν ὠρχήσαντο πρῶτα μὲν ... αὖθι δέ Call.Dian.241, cf. Fr.197.49, καί ποτ' αὖ. ... ἐντυνεῖ δρόμον Lyc.732, cf. AP 9.343 (Arch.).
• Etimología: Equivalente a αὐτόθι, puede explicarse por haplología de esta forma, o bien formada por el elemento αὐ- de αὐτός, αὖ, etc. y el suf. adverb. -θι.

German (Pape)

[Seite 392] zsgz. aus αὐτόθι, 1) hier, dort, auf der Stelle, Hom. u. sonst. – 2) Sp. D. für αὖθις, z. B. Lycophr. 732.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 ici même, là même, c. αὐτόθι;
2 sur-le-champ, aussitôt.
Étymologie: DELG αὐτόθι.

Russian (Dvoretsky)

αὖθι: adv.
1 на том же месте, там же, здесь же Hom., Soph.;
2 тотчас же, тут же Hom., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

αὖθι: ἐπίρρ. συντετμημένον ἀντὶ αὐτόθι, ἐπὶ τόπου, ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ, ἐνταῦθα, ἐκεῖ, Ἰλ. Κ. 402, κτλ.· αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ Λ. 48· ἐνθάδε κ’ αὖθι μένων Ὀδ. Ε. 208· ἐν Λακεδαίμονι αὖθι Ἰλ. Γ. 244· αὖθι δ’ ἔχειν, ἐκεῖ δὲ τὸν κρατῆτε, Ὀδ. Δ. 416. 2) ἐντεῦθεν (εἰ καί τινες ἀμφιβάλλουσι περὶ ταύτης τῆς σημασίας) ἐπὶ χρόνου, πάραυτα, παρευθύς, ὥς κέ οἱ αὖθι γαῖα χάνοι Ἰλ. Ζ. 281, κτλ. -Ἐπ. λέξις ᾗ ἐχρήσατο καὶ ὁ Σοφοκλῆς (Ἀποσπ. 468)· ἴδε τὴν λέξιν αὐτόθι. 3) μεταγεν. = αὖθις, Λυκόφρ. 732, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 241· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 537. - ὡσαύτως αὖθιν, ὅπερ κατὰ τοὺς Θεογν. Καν. 161, 163 λέγεται ὅτι εἶναι τῆς διαλέκτου τῶν Ρηγίνων.

English (Autenrieth)

(right) there, (ριγητ) here, Il. 1.492, Il. 7.100; often foll. by a prep. with subst., specifying the place, αὖθι παρ' ἄμμι, Il. 9.427; αὖθι μενῶ μετὰ τοῖσι, Il. 10.62; αὖθ ἐπὶ τάφρῳ, Il. 11.48; ἐν Λακεδαί- μονι αὖθι, Il. 3.244; of time, on the spot, i. e. ‘at once,’ Od. 18.339, Il. 5.296.

English (Slater)

αὖθι
1 at once αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον (O. 8.39)

Greek Monolingual

αὖθι επίρρ. (Α)
1. τοπ. σ' αυτό το σημείο, εκεί
2. χρον. αμέσως, παρευθύς
3. αύθις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόθι, με συλλαβική ανομοίωση. Οι μτγν. του Ομήρου ποιητές το χρησιμοποίησαν με τη σημασία του αύθις.
ΣΥΝΘ. αρχ. αυθιγενής].

Greek Monotonic

αὖθι: επίρρ. συντετμημένο του αὔτοθι·
1. λέγεται για τόπο, επί τόπου, εδώ, εκεί, σε Όμηρ.· αὖθι ἔχειν, κρατάω αυτόν εκεί, όπως είναι, σε Ομήρ. Οδ.·
2. λέγεται για χρόνο, πάραυτα, αμέσως, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: right here, there, immediately (Il.); later contaminated with αὖθις again (Call.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. haplologically from αὐτόθι (Meillet MSL 20, 106f.). - Att. αὖθις, Rhegin. αὖθιν seem a conflation of αὖθι and αὖτις resp. αὖτιν (Schwyzer 629). On and Schwyzer 619f.

Middle Liddell

1. on the spot, here, there, Hom.; αὖθι ἔχειν to keep him there, as he is, Od.
2. of time, forthwith, straightway, Il.

Frisk Etymology German

αὖθι: {aũthi}
Forms: später mit αὖθις kontaminiert wieder (Kall., Lyk. u. a.).
Meaning: gleich hier, dort, sogleich (ep. seit Il.),
Etymology: Wahrscheinlich durch Haplologie aus αὐτόθι entstanden (Meillet MSL 20, 106f.). — Att. αὖθις, rhegin. αὖθιν scheinen aus einer Mischung von αὖθι und αὖτις bzw. αὖτιν hervorgegangen zu sein (Schwyzer 629). Zu den adverbiellen Endkonsonanten -ς und -ν, die letzten Endes mit alten Kasusendungen in Zusammenhang stehen, s. Schwyzer 619f.
Page 1,185