ἀποξένωσις: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(c2) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0317.png Seite 317]] ἡ, Entfernung aus der Heimath, Aufenthalt in der Fremde, Plut. Pomp. 80. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0317.png Seite 317]] ἡ, Entfernung aus der Heimath, Aufenthalt in der Fremde, Plut. Pomp. 80. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποξένωσις''': -εως, ἡ, ἡ [[ἀποδημία]] εἰς ξένον τόπον, διαμονὴ ἐν τῃ ἀλλοδαπῇ, ὡς μὴ κατὰ πάντα μέμφωμαι τὴν ἀποξένωσιν Πλουτ. Πομπ. 80, κτλ.· ἀπομάκρυνσις, ἀποχωρισμός, κατὰ τὴν ἐν ἀμφοτέραις ἐνεργείαις τοῦ μονογενοῦς τελείαν κατ’ αὐτοὺς ἀποξένωσιν Μάξ. Ὁμολ. τ. 2. σ. 60Α. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:43, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A living abroad, Plu. Pomp.80. 2 exile, Paul.Al.E.2 (pl.), al.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, Entfernung aus der Heimath, Aufenthalt in der Fremde, Plut. Pomp. 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξένωσις: -εως, ἡ, ἡ ἀποδημία εἰς ξένον τόπον, διαμονὴ ἐν τῃ ἀλλοδαπῇ, ὡς μὴ κατὰ πάντα μέμφωμαι τὴν ἀποξένωσιν Πλουτ. Πομπ. 80, κτλ.· ἀπομάκρυνσις, ἀποχωρισμός, κατὰ τὴν ἐν ἀμφοτέραις ἐνεργείαις τοῦ μονογενοῦς τελείαν κατ’ αὐτοὺς ἀποξένωσιν Μάξ. Ὁμολ. τ. 2. σ. 60Α.