κατασταλάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
(c1)
 
(6_2)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1381.png Seite 1381]] (s. [[σταλάζω]]), = [[καταστάζω]], Sp., wie Eumath.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1381.png Seite 1381]] (s. [[σταλάζω]]), = [[καταστάζω]], Sp., wie Eumath.
}}
{{ls
|lstext='''κατασταλάζω''': [[καταστάζω]], κατασταλάζεσθαι μύροις στακτοῖς Εὐστ. Πονημάτ. σ. 68, 44.
}}
}}

Revision as of 09:46, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1381] (s. σταλάζω), = καταστάζω, Sp., wie Eumath.

Greek (Liddell-Scott)

κατασταλάζω: καταστάζω, κατασταλάζεσθαι μύροις στακτοῖς Εὐστ. Πονημάτ. σ. 68, 44.