προσαρτάω: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
(13_6a)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0752.png Seite 752]] daran anknüpfen oder anhängen, προσήρτηντο δεσμοῖς πρὸς τὰς ἄλλας, Pol. 3, 46, 8; πρὸς τοῖς ἱστοῖς τροχιλίαι προσήρτηντο σὺν κάλοις, 8, 6, 5; – pass. Einem anhangen, ihm ergeben sein, τινί, eng womit verbunden sein, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν, Xen. Oec. 6, 15; ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται, Plat. Phil. 58 a; τῇ ἡδονῇ προσηρτημένοι, Luc. Necyom. 5; προσηρτηκέναι ἑαυτούς τινι, = προσδεδέσθαι, Arr. Ep. 1, 1, 14. – Med. Einen von sich abhängig, verbindlich machen, τινά, Sp., Maneth. 4, 200.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0752.png Seite 752]] daran anknüpfen oder anhängen, προσήρτηντο δεσμοῖς πρὸς τὰς ἄλλας, Pol. 3, 46, 8; πρὸς τοῖς ἱστοῖς τροχιλίαι προσήρτηντο σὺν κάλοις, 8, 6, 5; – pass. Einem anhangen, ihm ergeben sein, τινί, eng womit verbunden sein, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν, Xen. Oec. 6, 15; ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται, Plat. Phil. 58 a; τῇ ἡδονῇ προσηρτημένοι, Luc. Necyom. 5; προσηρτηκέναι ἑαυτούς τινι, = προσδεδέσθαι, Arr. Ep. 1, 1, 14. – Med. Einen von sich abhängig, verbindlich machen, τινά, Sp., Maneth. 4, 200.
}}
{{ls
|lstext='''προσαρτάω''': ὡς καὶ νῦν, προσδένω, μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 6· κυνὶ κώδωνα Βάβρ. 104. 2· μεταφορ., πολλὰ τῇ στρατηγίᾳ Πολύβ. 9. 20, 5. ― Παθητ., προσδένομαι ἢ προσκολλῶμαι εἴς τι, τινι Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· [[πρός]] τινι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790· κατά τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 6· δεσμοῖς [[πρός]] τι Πολύβ. 3. 46, 8· ἀπολ., πρ. ὁ [[καρπὸς]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 2. 2) μεταφορ. καὶ ἐν τῷ παθ., εἶμαι προσηρτημένος, ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Πλάτ. Φίληβ. 58Α· προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθὸν Ξεν. Οἰκ. 6, 15· [[προσγίγνομαι]], [[λῆμμα]] προσήρτηται Δημ. 60. 4· ἡδονῇ προσηρτημένοι, οἱ ἀφωσιωμένοι εἰς τήν..., Λουκ. Νεκυομ. 5· τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένον Πλουτ. Τιμολ. 11, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Πομπ. 46, κτλ.
}}
}}

Revision as of 09:53, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαρτάω Medium diacritics: προσαρτάω Low diacritics: προσαρτάω Capitals: ΠΡΟΣΑΡΤΑΩ
Transliteration A: prosartáō Transliteration B: prosartaō Transliteration C: prosartao Beta Code: prosarta/w

English (LSJ)

   A fasten or attach to, μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Arist. HA616a11; [κυνὶ] κώδωνα Babr.104.2: metaph., append, πολλὰ τῇ στρατηγίᾳ Plb.9.20.5; attach, ἑνὶ π. ἑαυτούς Arr.Epict.1.1.14:—Pass., to be fastened or attached to, τῷ ὀστέῳ Hp.Fract.11; πρὸς τῇσι πλευρῇσι Id.Art.13; τῇ μήτρᾳ Porph.Gaur.15.1; κατά τι by... Arist. HA550a20; δεσμοῖς πρός τι Plb.3.46.8; δεσμά τινα ταῦτα προσηρτήμεθα Arr.Epict.1.9.11: abs., π. ὁ καρπός Thphr.CP5.4.2: Gramm., of the article, A.D.Synt.58.16.    2 metaph. in Pass., belong to, ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Pl.Phlb.58a; προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν X.Oec.6.15; λῆμμα προσηρτημένον πρὸς οἷς ἐγὼ πεπολίτευμαι D.5.12; ἡδονῇ προσηρτημένοι devoted to . ., Luc.Nec.5; Τιμολέοντα ὥσπερ ἐκ κρασπέδου . . τῇ Σικελίᾳ π. hanging on, Plu.Tim.11; μειρακίοις Id.Pomp.46, cf. M.Ant.12.3, etc.

German (Pape)

[Seite 752] daran anknüpfen oder anhängen, προσήρτηντο δεσμοῖς πρὸς τὰς ἄλλας, Pol. 3, 46, 8; πρὸς τοῖς ἱστοῖς τροχιλίαι προσήρτηντο σὺν κάλοις, 8, 6, 5; – pass. Einem anhangen, ihm ergeben sein, τινί, eng womit verbunden sein, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν, Xen. Oec. 6, 15; ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται, Plat. Phil. 58 a; τῇ ἡδονῇ προσηρτημένοι, Luc. Necyom. 5; προσηρτηκέναι ἑαυτούς τινι, = προσδεδέσθαι, Arr. Ep. 1, 1, 14. – Med. Einen von sich abhängig, verbindlich machen, τινά, Sp., Maneth. 4, 200.

Greek (Liddell-Scott)

προσαρτάω: ὡς καὶ νῦν, προσδένω, μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 6· κυνὶ κώδωνα Βάβρ. 104. 2· μεταφορ., πολλὰ τῇ στρατηγίᾳ Πολύβ. 9. 20, 5. ― Παθητ., προσδένομαι ἢ προσκολλῶμαι εἴς τι, τινι Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· πρός τινι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790· κατά τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 6· δεσμοῖς πρός τι Πολύβ. 3. 46, 8· ἀπολ., πρ. ὁ καρπὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 2. 2) μεταφορ. καὶ ἐν τῷ παθ., εἶμαι προσηρτημένος, ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Πλάτ. Φίληβ. 58Α· προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθὸν Ξεν. Οἰκ. 6, 15· προσγίγνομαι, λῆμμα προσήρτηται Δημ. 60. 4· ἡδονῇ προσηρτημένοι, οἱ ἀφωσιωμένοι εἰς τήν..., Λουκ. Νεκυομ. 5· τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένον Πλουτ. Τιμολ. 11, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Πομπ. 46, κτλ.